- καπνοτόπι
- τοο καπνότοπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνότοπος — καπνότοπος, ο και καπνοτόπι, το έδαφος κατάλληλο για καπνοκαλλιέργεια: Η περιοχή αυτή της Θράκης θεωρείται καπνότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)